Το χρήμα στη σύγχρονη οικονομία: Μια εισαγωγή (μέρος Δ’)
Περίληψη Δ’ Μέρους:
Το Δ’ και Ε’ Μέρος του άρθρου εστιάζουν στις τρεις βασικές μορφές χρήματος: χαρτονομίσματα και κέρματα (fiat currency), τραπεζικές καταθέσεις και αποθεματικά κεντρικής τράπεζας. Στο παρόν Δ’ Μέρος εστιάζει στο νόμισμα με νόμο (fiat) – χαρτονομίσματα και κέρματα..
Τα χαρτονομίσματα είναι «υποσχέσεις πληρωμής» στον κάτοχο του χαρτονομίσματος, επί τη εμφανίσει, ενός καθορισμένου ποσού. Όταν η Τράπεζα της Αγγλίας ιδρύθηκε το 1694, τα πρώτα τραπεζογραμμάτια της ήταν μετατρέψιμα σε χρυσό. Εκτός από μερικές σύντομες χρονικές περιόδους, έτσι λειτούργησε το νόμισμα για τα περισσότερα από τα επόμενα 250 χρόνια.
Από το 1931, το χρήμα της Τράπεζας της Αγγλίας είναι χρήμα με βάση το νόμο (fiat money). To “με νόμο” ή ‘χάρτινο’ νόμισμα είναι χρήμα μη μετατρέψιμο σε άλλο περιουσιακό στοιχείο. Ο ρόλος του κράτους και η εμπιστοσύνη στην αξία των τραπεζογραμματίων ως καθοριστικοί παράγοντες. Η λειτουργία του ηλεκτρονικού χρήματος, των τοπικών και των ψηφιακών νομισμάτων στη σύγχρονη οικονομία.
Άρθρο των Michael McLeay, Amar Radia and Ryland Thomas της Διεύθυνσης Νομισματικής Ανάλυσης της Τράπεζας της Αγγλίας.
(I) Το νόμισμα με νόμο (fiat) – χαρτονομίσματα και κέρματα. Τι είναι αυτό;
Το νόμισμα αποτελείται ως επί το πλείστον από τα χαρτονομίσματα (περίπου το 94% του συνόλου της αξίας ως τον Δεκέμβριο του 2013), τα περισσότερα εκ των οποίων είναι IOU από την Τράπεζα της Αγγλίας προς την υπόλοιπη οικονομία. Το νόμισμα βρίσκεται ως επί το πλείστον στην κατοχή των καταναλωτών, αν και εμπορικές τράπεζες κατέχουν επίσης μικρές ποσότητες προκειμένου να ανταποκριθούν στις αναλήψεις καταθέσεων.
Όπως αναφέρεται στην επιγραφή τους, τα χαρτονομίσματα είναι «υποσχέσεις πληρωμής» στον κάτοχο του χαρτονομίσματος, επί τη εμφανίσει, ενός καθορισμένου ποσού (για παράδειγμα 5 λίρες). Το γεγονός αυτό καθιστά τα χαρτονομίσματα «υποχρέωση» της Τράπεζας της Αγγλίας και ένα στοιχείο του Ενεργητικού για τους κατόχους τους, κάτι που εμφανίζεται με μπλε χρώμα στους ισολογισμούς τους στο παρακάτω σχήμα. (Εικόνα 2)
Όταν η Τράπεζα της Αγγλίας ιδρύθηκε το 1694, τα πρώτα τραπεζογραμμάτια της [1] ήταν μετατρέψιμα σε χρυσό. Η διαδικασία της έκδοσης «γραμματίων» (‘notes’) που ήταν μετατρέψιμα σε χρυσό είχε ξεκινήσει νωρίτερα, όταν οι χρυσοχόοι-τραπεζίτες άρχισαν να αποθηκεύουν χρυσά νομίσματα για τους πελάτες τους. Οι χρυσοχόοι έδιναν αποδείξεις για αυτά τα νομίσματα, και σύντομα αυτές οι αποδείξεις άρχισαν να κυκλοφορούν ως ένα είδος χρήματος. Η Τράπεζα της Αγγλίας αντάλλασσε χρυσό αντί τραπεζογραμματίων με παρόμοιο τρόπο — ήταν επίσης έτοιμη να αλλάξει χαρτονομίσματα αντί χρυσού επί τη εμφανίσει (on demand).
Εκτός από μερικές σύντομες χρονικές περιόδους, έτσι λειτούργησε το νόμισμα για τα περισσότερα από τα επόμενα 250 χρόνια [2] – ο «κανόνας του χρυσού»/ the gold standard -, αλλά η τράπεζα εγκατέλειψε για πάντα την προσφορά χρυσού σε αντάλλαγμα για χαρτονομίσματα το 1931, έτσι ώστε η Βρετανία να μπορέσει να διαχειριστεί καλύτερα την οικονομία της κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, όπως αναλύεται παρακάτω.
Από το 1931, το χρήμα της Τράπεζας της Αγγλίας είναι χρήμα με βάση το νόμο (fiat money). To “με νόμο” ή ‘χάρτινο’ νόμισμα είναι χρήμα μη μετατρέψιμο σε άλλο περιουσιακό στοιχείο (όπως ο χρυσός ή άλλα εμπορεύματα).
Επειδή το χρήμα με βάση νόμο (fiat) είναι αποδεκτό από όλους στην οικονομία ως μέσο συναλλαγής, αν και η Τράπεζα της Αγγλίας είναι χρεωμένη προς τον κάτοχο των χρημάτων της, το χρέος αυτό μπορεί να εξοφληθεί μόνο με περισσότερο “με νόμο” χρήμα.
Η Τράπεζα της Αγγλίας υπόσχεται να τιμήσει το χρέος της, με την ανταλλαγή τραπεζογραμματίων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν είναι πλέον σε χρήση με άλλα της ίδιας αξίας, για πάντα. Για παράδειγμα, ακόμη και μετά την απόσυρση του στις 30 Απριλίου 2014 τα χαρτονομίσματα των £50 που φέρουν την εικόνα του Sir John Houblon μπορούν να ανταλλαχθούν από την Τράπεζα για νεότερα χαρτονομίσματα των £50, τα οποία φέρουν την εικόνα του Matthew Boulton και του James Watt.
Πρόσφατες εξελίξεις στις τεχνολογίες πληρωμής και τα εναλλακτικά νομίσματα
Στο πρόσφατο παρελθόν είδαμε ένα κύμα καινοτομίας στις τεχνολογίες συστημάτων πληρωμών και τα εναλλακτικά νομίσματα. Αυτό το κεφάλαιο περιγράφει εν συντομία κάποιες από αυτές τις εξελίξεις, εστιάζοντας στο πως σχετίζονται με την έννοια του χρήματος που συζητήθηκε στο κύριο άρθρο. Συνολικά, ενώ εκτελούν (perform) — σε διαφορετικό βαθμό — κάποιες από τις λειτουργίες του χρήματος, προς το παρόν δεν είναι συνήθως αποδεκτά ως μέσο συναλλαγής στον ίδιο βαθμό που είναι τα νομίσματα, όπως τα αποθεματικά Κεντρικής Τράπεζας ή οι τραπεζικές καταθέσεις.
Ένα σύνολο καινοτομιών επιτρέπει στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να μετατρέπουν τραπεζικές καταθέσεις σε άλλες, καθαρά ηλεκτρονικές μορφές χρήματος (μερικές φορές αναφέρεται ως «ηλεκτρονικό χρήμα»), που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση συναλλαγών. Οι τεχνολογίες αυτές στοχεύουν στη βελτίωση της διαδικασίας διενέργειας πληρωμών. Παραδείγματα περιλαμβάνουν το PayPal και το GoogleWallet.
Όπως είναι πιο βολική η πραγματοποίηση συναλλαγών με χρήση τραπεζικών καταθέσεων αντί για χαρτονομίσματα, για ορισμένες συναλλαγές μπορεί επίσης να είναι πιο βολικό να χρησιμοποιούνται χρήματα σε έναν ηλεκτρονικό λογαριασμό (e-money account) αντί χαρτονομισμάτων ή τραπεζικών καταθέσεων. Αυτές οι μορφές χρήματος έχουν κάποια παρόμοια χαρακτηριστικά με τις τραπεζικές καταθέσεις. Για παράδειγμα, τα χρήματα σε έναν ηλεκτρονικό λογαριασμό αντιπροσωπεύουν μια αποθήκη αξίας (store of value) εφόσον οι εταιρείες που τα παρέχουν θεωρούνται αξιόπιστες.
Το ηλεκτρονικό χρήμα μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ένα μέσο συναλλαγής με επιχειρήσεις (όπως πωλητές στο διαδίκτυο) ή με ιδιώτες που το δέχονται. Ωστόσο, δεν είναι ακόμα τόσο ευρέως αποδεκτό όπως άλλα μέσα συναλλαγής, για παράδειγμα, δεν είναι γενικά αποδεκτό από φυσικά καταστήματα (high street shops). Οι συναλλαγές που γίνονται με τη χρήση αυτών των τεχνολογιών συνήθως εκφράζονται στην υπάρχουσα λογιστική μονάδα του λογαριασμού (λίρες για το Ηνωμένο Βασίλειο).
Ένα άλλο σύνολο καινοτομιών έχει χρησιμοποιηθεί για την εισαγωγή μιας νέας λογιστικής μονάδας. Τα προγράμματα αυτά στοχεύουν στην ενθάρρυνση οικονομικής δραστηριότητας μέσα σε ένα ορισμένο περιβάλλον, και περιλαμβάνουν τα τοπικά νομίσματα, όπως οι λίρες Bristol, οι λίρες Brixton ή οι λίρες Λίους (Lewes), στο Ηνωμένο Βασίλειο. (1) Τα τοπικά νομίσματα έχουν αναλυθεί εκτενώς σε προηγούμενο άρθρο (Naqvi και Southgate (2013) [3]. Αυτές οι μορφές χρήματος μπορούν ανταλλαχθούν με νόμισμα σε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες (fixed rates): για παράδειγμα, μία βρετανική λίρα μπορούν να ανταλλαχθεί για μία λίρα Bristol.
Τα τοπικά νομίσματα μπορούν στη συνέχεια να ανταλλαχθούν για αγαθά και υπηρεσίες που τιμολογούνται σε δική τους λογιστική μονάδα — λίρες Brixton αντί βρετανικών λιρών. Ως αποτέλεσμα η χρήση τους ως μέσο ανταλλαγής/συναλλαγής είναι σκόπιμα περιορισμένη. Για παράδειγμα, η λίρα Λίους (Lewes Pound) μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε λιανοπωλητές που βρίσκονται στην περιοχή του Λίους (Ανατολικό Σάσεξ, Ηνωμένο Βασίλειο).
Μια άλλη κατηγορία καινοτομιών είναι τα ψηφιακά νομίσματα, όπως το Bitcoin, το Litecoin και το Ripple. Η βασική διαφορά μεταξύ αυτών και των τοπικών νομισμάτων είναι ότι η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των ψηφιακών και των άλλων νομισμάτων δεν είναι σταθερή. Τα ψηφιακά νομίσματα, προς το παρόν, δεν χρησιμοποιούνται ευρέως ως μέσο συναλλαγής. Αντ ‘αυτού, η δημοτικότητά τους βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην δυνατότητα τους να παίζουν το ρόλο μιας κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων.
Ως τέτοια μπορεί να έχουν περισσότερες εννοιολογικές ομοιότητες με τα εμπορεύματα, όπως ο χρυσός, από ότι με το χρήμα. Τα ψηφιακά νομίσματα διαφέρουν επίσης από τις άλλες τεχνολογίες που έχουν συζητηθεί μέχρι στιγμής σε αυτό τον πίνακα, επειδή μπορούν να δημιουργηθούν από το τίποτα, αν και σε προκαθορισμένες τιμές (pre-determined rates).
Αντιθέτως, τα τοπικά νομίσματα μπορούν να τεθούν σε κυκλοφορία μόνο όταν ανταλλαχθούν για βρετανικές λίρες. Ενώ το ποσό των χρημάτων που κρατούνται σε ηλεκτρονικούς λογαριασμούς ή τοπικά νομίσματα, εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη ζήτηση, η προσφορά των ψηφιακών νομισμάτων είναι συνήθως περιορισμένη.
Γιατί οι άνθρωποι το χρησιμοποιούν;
Το “με νόμο” χρήμα προσφέρει πλεονεκτήματα σε σχέση με το χρήμα που είναι συνδεδεμένο με το χρυσό σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της οικονομίας. Με το fiat money (χρήμα με το νόμο), ενδεχόμενες αλλαγές στη ζήτηση χρήματος από το κοινό μπορεί να ικανοποιηθεί από αλλαγές στην ποσότητα των χρημάτων που τους είναι διαθέσιμα. Όταν η ποσότητα χρήματος συνδέεται με ένα εμπόρευμα (commodity), όπως ο χρυσός, αυτό θέτει ένα όριο στο πόσο χρήμα μπορεί να υπάρξει, αφού υπάρχει ένα όριο στο ποσό του χρυσού που μπορεί να εξορυχθεί. Και αυτό το όριο είναι συχνά μη κατάλληλο για την ομαλή λειτουργία της οικονομία.
Για παράδειγμα, η εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα το 1931 επέτρεψε στη Βρετανία να αποκτήσει περισσότερο έλεγχο στη διαθέσιμη ποσότητας του χρήματος στην οικονομία. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν σε θέση να μειώσει την αξία του νομίσματός του σε σχέση με άλλες χώρες που εξακολουθούσαν να συνδέουν το νόμισμά τους με το χρυσό (και αυτό συνοδεύτηκε από αύξηση της ποσότητας του χρήματος σε κυκλοφορία), το οποίο ορισμένοι οικονομολόγοι-ιστορικοί υποστηρίζουν ότι βοήθησε τη Βρετανία να αποφύγει να αντιμετωπίσει μια τόσο βαθιά ύφεση, όσο των υπόλοιπων χωρών σε όλο τον κόσμο τη δεκαετία του 1930.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πλεονεκτήματα για τη χρήση με νόμο χρήματος για την οικονομία στο σύνολό της, αυτά δεν μπορούν να υλοποιηθούν εάν οι άνθρωποι δεν αποφασίσουν ότι θέλουν να το χρησιμοποιήσουν σε συναλλαγές. Και, αν τα τραπεζογραμμάτια/χαρτονομίσματα δεν είναι άμεσα μετατρέψιμα σε εμπορεύματα ή οικονομικά αγαθά, τι τα κάνει καθολικά αποδεκτά στις συναλλαγές;
Μια απάντηση είναι ότι ένα αξιόπιστο μέσο συναλλαγής προκύπτει απλώς με την πάροδο του χρόνου ως αποτέλεσμα κοινωνικών ή ιστορικών συμβάσεων. Υπάρχουν πολλές τέτοιες συμβάσεις που προέκυψαν στην κοινωνία. Για παράδειγμα, οι οδηγοί στο Ηνωμένο Βασίλειο οδηγούν στην αριστερή πλευρά του δρόμου, και αυτή η σύμβαση άρχισε όταν αρκετοί οδηγοί είχαν την πεποίθηση ότι και οι περισσότεροι άλλοι οδηγοί θα κάνουν το ίδιο. Αλλά εξίσου, θα μπορούσε να είχε γίνει η σύμβαση για οδήγηση στα δεξιά, όπως έγινε σε πολλές άλλες χώρες.
Στην περίπτωση του χρήματος, όμως, το κράτος έχει γενικά παίξει ρόλο στην εξέλιξη του. Για να αισθάνονται άνετα με το νόμισμα που έχουν στην κατοχή τους, οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζουν ότι κάποια στιγμή κάποιος θα είναι διατεθειμένος να ανταλλάξει αυτά τα χαρτονομίσματα (notes) για πραγματικά αγαθά ή υπηρεσίες, πράγμα που το κράτος μπορεί να εγγυηθεί. Ένας τρόπος που μπορεί να γίνει αυτό είναι να διασφαλίσει ότι πάντα θα υπάρχει ζήτηση για το νόμισμα με την αποδοχή του για την πληρωμή φόρων. Η κυβέρνηση μπορεί επίσης να επηρεάσει αυτή τη ζήτηση κρίνοντας ότι το νόμισμα αντιπροσωπεύει «νόμιμο χρήμα/προσφορά» (‘legal tender‘).
Ακόμη και αν το κράτος υποστηρίξει τη χρήση του νομίσματος με αυτό τον τρόπο, αυτό από μόνο του δεν εξασφαλίζει ότι οι άνθρωποι πρόκειται (ή θα υποχρεωθούν νομικά) να το χρησιμοποιούν. Θα πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη ότι τα τραπεζογραμμάτια φέρουν αξία (είναι πολύτιμα), πράγμα που σημαίνει ότι είναι σημαντικό τα τραπεζογραμμάτια να είναι δύσκολο να πλαστογραφηθούν. Θα πρέπει επίσης να πιστεύουν ότι η αξία των τραπεζογραμματίων τους θα παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερή στο χρόνο αν τα κρατήσουν ως αποθήκη αξίας και θα είναι σε θέση να τα χρησιμοποιούν ως μέσο ανταλλαγής. Αυτό σημαίνει γενικά ότι το κράτος πρέπει να εξασφαλίσει ένα χαμηλό και σταθερό ρυθμό πληθωρισμού.
Από την εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα το 1931, έχουν δοκιμαστεί διάφοροι άλλοι τρόποι διατήρησης της αξίας του χρήματος σταθερή, με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1980, η πολιτική είχε στόχο να κρατήσει το ρυθμό με τον οποίο αυξάνεται το ποσό του ευρέος χρήματος (broad money) στην οικονομία, σταθερό στην πάροδο του χρόνου. Από το 1992, η Τράπεζα είχε ένα συγκεκριμένο στόχο για τον πληθωρισμό στις τιμές καταναλωτή.
Στόχος για τον πληθωρισμό σημαίνει ότι η Τράπεζα δεσμεύεται να κρατήσει την αξία του χρήματος σχετικά σταθερή ως προς τον αριθμό των αγαθών και των υπηρεσιών που μπορεί να αγοράσει. Έτσι, αντί να είναι σίγουροι ότι τα τραπεζογραμμάτια τους θα αξίζουν μια συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού, οι άνθρωποι μπορούν να αναμένουν ότι θα αξίζουν μια συγκεκριμένη ποσότητα εμπορευμάτων από το ένα έτος στο επόμενο.
Πηγές:
Το άρθρο αποτελεί μετάφραση του κειμένου “Money in the modern economy: an introduction” της Τράπεζας της Αγγλίας. By Michael McLeay, Amar Radia and Ryland Thomas of the Bank’s Monetary Analysis Directorate.
Σχετικά:
- [1] Για μια σύντομη ιστορική αναδρομή στα τραπεζικά γραμμάτια και τη λειτουργία τους στην Αγγλία βλ. «A brief history of banknotes», Bank of England.
- [2] Υπήρξαν αρκετοί περίοδοι, ιδίως τα χρονικά διαστήματα που υπήρχε πόλεμος πολέμων, όπου η Τράπεζα της Αγγλίας σταματούσε την μετατρεψιμότητα των τραπεζογραμματίων σε χρυσό. Το υπουργείο οικονομικών της Αγγλίας επίσης εξέδωσε χαρτονομίσματα κατά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτά τα χαρτονομίσματα του υπουργείου οικονομικών (κρατικά χαρτονομίσματα) μπορούσαν να μετατραπούν σε κέρματα και παρέμειναν στη κυκλοφορία έως το 1928.
- [3] Naqvi, M and Southgate, J (2013), ‘Banknotes, local currencies and central bank objectives’, Bank of England Quarterly Bulletin, Vol. 53, No. 4, pages 317 -325
- Το χρήμα στη σύγχρονη οικονομία: Μια εισαγωγή (μέρος Α’)
- Το χρήμα στη σύγχρονη οικονομία: Μια εισαγωγή (μέρος Β’)
- Το χρήμα στη σύγχρονη οικονομία: Μια εισαγωγή (μέρος Γ’)
- Το χρήμα στη σύγχρονη οικονομία: Μια εισαγωγή (μέρος Ε’)
Μετάφραση-Επιμέλεια: Κωνσταντουλάκης Μιχάλης
Προσαρμογή γραφικών: Μπάιλα Καλλιόπη
Μορφοποίηση-Περιλήψεις: Τσίπρας Σταύρος