Τράπεζες: Mύθος Νο 1 – Ο κανόνας του 10% αποθεματικού (Α’ Μέρος)
Διευκρίνηση: Η αρχική ιστοσελίδα προέρχεται από το Ηνωμένο Βασίλειο και σε αυτό το άρθρο ο συντάκτης αναφέρεται στο τραπεζικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μύθος #1
«Μία τράπεζα διατηρεί ένα ποσοστό 10% των καταθέσεων σαν αποθεματικό και δανείζει από το υπόλοιπο 90%, το οποίο καταλήγει σε ένα διαφορετικό τραπεζικό λογαριασμό ο οποίος με τη σειρά του κρατάει το 10% σαν αποθεματικό και συνεχίζει την ίδια διαδικασία μέχρι το σημείο που δεν έχει μείνει τίποτα.»
Status : Λάθος !
Αυτή είναι ίσως η λανθασμένη πληροφορία που αναφέρεται πιο συχνά στους «κύκλους» της Νομισματικής Μεταρρύθμισης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Λόγω εν μέρει λανθασμένης ανάλυσης σε ταινίες όπως το Money as Debt (Το Χρήμα ως Χρέος) & Zeitgeist (Σημεία των Καιρών) [1] εξακολουθούν να επιμένουν (σε αυτή τη θέση) παρά τις ανακρίβειες και ελλείψει μιας αναλογικότητας και των δύο αυτών ταινιών με την περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο τραπεζικός τομέας λειτουργούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο παλιότερα, αλλά όχι εδώ και περισσότερο από 20 χρόνια. Δυστυχώς τα πράγματα είναι τώρα λίγο πιο περίπλοκα.
Ο Μύθος
- Η Τράπεζα A λαμβάνει μια κατάθεση £ 1000 από το Πρόσωπο Α
- Η Τράπεζα Α κρατά τις £ 100 στο αποθεματικό της (σύμφωνα με την αναλογία του 10% αποθεματικού) και δανείζει £ 900 στο Πρόσωπο Β
- Το Πρόσωπο Β χρησιμοποιεί τα £ 900 για να αγοράσει ένα αυτοκίνητο από το Πρόσωπο Γ.
- Το Πρόσωπο Γ καταθέτει τις £ 900 στην Τράπεζα Β.
- Η Τράπεζα Β κρατά τις £ 90 στο αποθεματικό και δανείζει τις £ 810 στο Πρόσωπο Δ.
- Η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι να μείνει μόνο 1 πένα ως αποθεματικό.
Πριν συνεχίσουμε, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη διαφορά μεταξύ ρευστότητας και φερεγγυότητας.
Ρευστότητα – (liquidity) για μια τράπεζα – είναι η ικανότητά της να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη ζήτηση για αναλήψεις, όταν πολλοί άνθρωποι θέλουν να αποσύρουν τα χρήματα τους ταυτόχρονα, και αυτό είναι κάτι για το οποίο οι τράπεζες αποφασίζουν για τον εαυτό τους.
Φερεγγυότητα – (solvency) είναι η μακροπρόθεσμη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών μεγεθών των τραπεζών για την εξασφάλιση των οποίων έχουν σχεδιαστεί οι “κεφαλαιακές απαιτήσεις” (capital requirements). Η θεωρία λέει ότι αναγκάζοντας τις τράπεζες να παρακρατούν κάποιο κεφάλαιο σαν αποθεματικό, θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβιώσουν αν κάποιος βρεθεί σε αδυναμία πληρωμής και δεν μπορεί να αποπληρώσει τα δάνειά του.
Η παλιά αυτή διαδικασία σχεδιάστηκε για να διατηρεί τα επίπεδα και της φερεγγυότητας και της ρευστότητας της τράπεζας [2]. Οι κανονισμοί έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να καλύπτουν το ρίσκο ενός bank run [3] Το αποθεματικό ρευστότητας του 10% θα διασφαλίσει ότι έχουν παρακρατηθεί αρκετά χρήματα για να καλύψουν ένα ασυνήθιστο επίπεδο μεταφορών και αναλήψεων σε σχέση με τα συνηθισμένα επίπεδα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Ωστόσο εάν υπάρξει μια κατάσταση μεγάλου πανικού, το Πρόσωπο Α θα διαπιστώσει ότι τα χρήματα του δεν είναι πραγματικά διαθέσιμα προς δαπάνη, όπως ήταν όταν είχαν δοθεί [στην τράπεζα] με τη μορφή δανείου και δεν υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα χρήματα από κάποιον άλλον για να καλύψουν το αίτημα του για ανάληψη. Οι τράπεζες έπαψαν να χρησιμοποιούν αυτό το σύστημα κατά τη μετάβαση τους στις συμφωνίες της Βασιλείας [4] και η διαδικασία δανειοδότησης λειτουργεί διαφορετικά τώρα …
Τα Σύμφωνα της Βασιλείας [5]
Τα αποθεματικά ρευστότητας τώρα καταργούνται. Θα έλεγε κανείς πως αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες μπορούν τώρα να χορηγήσουν όποια ποσότητα δανείων θέλουν, το οποίο είναι λίγο πολύ αλήθεια, αλλά για διαφορετικό λόγο. Οι τράπεζες αφήνονται να αποφασίσουν τα δικά τους επίπεδα ρευστότητας και μπορεί να αποφασίσουν οι ίδιες για το πόσα μετρητά παρακρατούνται για να καλύψουν ένα ασυνήθιστο επίπεδο αναλήψεων.
Σε περιόδους όπου υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας των τραπεζών, μπορούν να δανειστούν προσωρινά από άλλες τράπεζες με επιτόκιο βασισμένο στο «LIBOR» της αγοράς (London Inter Bank Offered Rate) [6] ή να δοθούν σε αυτές κάποια επιπλέον χρήματα από την Τράπεζα της Αγγλίας.
Επιπρόσθετοι ρυθμιστικοί κανονισμοί έχουν πλέον εφαρμοστεί για να περιορίσουν το ποσό που οι τράπεζες μπορούν να δανείζουν, προσπαθώντας να περιορίσουν το επίπεδο της δημιουργίας χρήματος. Οι τράπεζες πρέπει πλέον να παρακρατούν ένα ορισμένο ποσό του «κεφαλαίου» κάθε φορά που παρέχουν ένα δάνειο.
Το κεφάλαιο μπορεί να πάρει τη μορφή έντοκων χρηματοοικονομικών εργαλείων όπως τα Κρατικά Ομόλογα ή μια ποικιλία από άλλα πράγματα. Τα Κρατικά Ομόλογα είναι κομμάτια χαρτιού που η κυβέρνηση θα ανταλλάξει με χρήματα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν (από τον κάτοχό τους) για την επιστροφή των χρημάτων με κάποιο πρόσθετο τόκο, ύστερα από την πάροδο μιας χρονικής περιόδου. Αυτός είναι ο τρόπος που η κυβέρνηση δανείζεται χρήματα.
Το κεφάλαιο μπορεί να αποτελείται από διαφορετικές μορφές, συμπεριλαμβανομένων των αδιανέμητων κερδών. Το να είσαι σε θέση να χρησιμοποιήσεις παρακρατηθέντα κέρδη ως μορφή κεφαλαίου, σημαίνει πως κάθε φορά που μια τράπεζα έχει κέρδος, μπορεί να παρακρατήσει ένα μέρος το οποίο θα χρησιμοποιήσει ως κεφάλαιο για να χορηγήσει ακόμη περισσότερα δάνεια, επιπλέον των πρόσθετων δανείων που δύναται να χορηγήσει κάθε φορά που ένας πελάτης αποπληρώνει (παλαιότερα δάνεια) και ένα μεγαλύτερο ποσό κεφαλαίων είναι διαθέσιμο προς χρηματοδότηση (νέων) δανείων.
Στο σημερινό ρυθμιστικό πλαίσιο, τα δάνεια υπόκεινται (σε αξιολόγηση) βάσει «στάθμισης κινδύνου» ανάλογα με το πόσο επικίνδυνο οι ρυθμιστικές αρχές αντιλαμβάνονται ότι είναι το υπό εξέταση δάνειο. Τα επιχειρηματικά δάνεια δίνονται με ένα συντελεστή στάθμισης 100%, πράγμα που σημαίνει ότι, για ρυθμιστικούς λόγους, το ύψος των κεφαλαίων που απαιτούνται σήμερα πρέπει να είναι , για παράδειγμα, το 8% της πραγματικής αξίας του δανείου . Το επίπεδο των απαιτούμενων κεφαλαίων έχει αποφασιστεί να αυξηθεί και συζητείται επί του παρόντος από τις διεθνείς ρυθμιστικές αρχές.
Έτσι, αν μια επιχείρηση δανείζεται £ 1000 , το ποσό των £ 80 του κεφαλαίου πρέπει να παρακρατείται για μια κεφαλαιακή απαίτηση ίση του 8%, εάν το δάνειο είναι σταθμισμένο κατά 100%. Τα ενυπόθηκα δάνεια έχουν χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου, καθώς αν ο ιδιοκτήτης του οικήματος δεν μπορεί να πληρώσει, το οίκημα μπορεί να πωληθεί σε κάποιον άλλο. Τα ενυπόθηκα δάνεια επί του παρόντος σταθμίζονται στο 35% . Αυτό σημαίνει ότι ένα ποσό στεγαστικού ενυπόθηκου δανείου ίσου με £ 1.000 θα απαιτούσε το ίδιο ύψος παρακράτησης κεφαλαίου με ένα επιχειρηματικό δάνειο ποσού £350.
Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ένα επιχειρηματικό δάνειο πρέπει να αποφέρει στην τράπεζα τρεις φορές περισσότερο κέρδος από ένα αντίστοιχο ενυπόθηκο δάνειο, αλλιώς θα αποτελούσε μια κακή επένδυση. Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί τόσα πολλά χρήματα διοχετεύονται στον στεγαστικό κλάδο. Αυτή η διαδικασία είναι γνωστή ως «κεφαλαιακή επάρκεια» [7] και θεωρητικά διασφαλίζει ότι οι τράπεζες έχουν (παρακρατήσει) επαρκή κεφάλαια για να καλύψουν τις (επί μέρους) ζημιές.
Τράπεζες: Mύθος Νο 1 – Ο κανόνας του 10% αποθεματικού (Β’ Μέρος) (δημοσίευση 12 Απριλίου 2015)
Πηγή:
Η δημοσίευση είναι μετάφραση από το άρθρο με τίτλο: «Monetary Reform Myths #1 – The 10% Reserve Rule» από τον Βen Curtis το οποίο δημοσιεύτηκε στο positivemoney.org στις 27 Απριλίου του 2011
Σχετικά (ενδεικτικά):
[1] Σε μεταγενέστερη ενημέρωση της ανάρτησης, ο συντάκτης τονίζει ότι αντίστοιχες ημιτελείς αναλύσεις σίγουρα έπαιξαν ρόλο στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον σαν ακαδημαϊκή πρόκληση προς την επαλήθευση της θεωρίας του «πολλαπλασιαστή χρήματος» στις Ηνωμένες Πολιτείες προτείνει την ανάγνωση της εργασίας του Steve Keen, «DebtWatch No 31 February 2009: The Roving Cavaliers of Credit».
[2] Για ένα παράδειγμα μεταξύ ρευστότητας και φερεγγυότητας και των προβλημάτων που προκαλούν βλ. τη μελέτη στη Τράπεζα της Αγγλίας των Marc Farag, Damian Harland, Dan Nixon, Bank capital and liquidity, σελ. 201 (σχεδιάγραμμα).
[3] Bank run: ο όρος περιγράφει την κατάσταση όπου ένας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός καταθετών αιτούνται ανάληψη των καταθέσεων τους. Ο κίνδυνος που δημιουργείται είναι η τάση αυτή να ανασύρει στην επιφάνεια το πρόβλημα, εν γένει ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος, την περιορισμένη δηλαδή διασφάλιση των καταθέσεων που παρέχεται από ένα Τραπεζικό Οίκο/Σύστημα.
[4] Βλ. Douglas J. Elliott, Bank Liquidity Requirements: An Introduction and Overview, The Brookings Institution, June 23, 2014, σελ. 8: «In the Basel III rules, regulators have, for the first time, designed global standards for the minimum liquidity levels to be held by banks». Ειδικότερα η διακήρυξη της Ομάδας των 20 (G-20) της 2ας Απριλίου 2009 σχετικά με την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος απηύθυνε έκκληση για διεθνώς αρμονικές προσπάθειες ενίσχυσης της διαφάνειας, της λογοδοσίας και των κανονιστικών ρυθμίσεων μέσω της βελτίωσης της ποσότητας και της ποιότητας των κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα μετά τη διασφάλιση της οικονομικής ανάκαμψης. Η εν λόγω διακήρυξη απηύθυνε επίσης έκκληση για τη θέσπιση ενός συμπληρωματικού μέτρου που δεν θα βασίζεται στον κίνδυνο, προκειμένου να περιορίζεται η αύξηση της μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα, και για την ανάπτυξη ενός πλαισίου για ισχυρότερα αποθέματα ρευστότητας. Σε απάντηση στην εντολή που δόθηκε από την G-20 τον Σεπτέμβριο του 2009, η Ομάδα Διοικητών Κεντρικών Τραπεζών και Επικεφαλής Εποπτείας (Group of Central Bank Governors and Heads of Supervision – GHOS) συμφώνησε επί ορισμένων μέτρων για την ενίσχυση της ρύθμισης του τραπεζικού τομέα. Τα εν λόγω μέτρα εγκρίθηκαν από τους ηγέτες της G-20 στη διάσκεψη κορυφής του Πίτσμπουργκ στις 24- 25 Σεπτεμβρίου 2009 και ορίστηκαν λεπτομερώς τον Δεκέμβριο του 2009. Τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 2010 η GHOS εξέδωσε δύο περαιτέρω ανακοινώσεις σχετικά με τον σχεδιασμό και τη διαμόρφωση των εν λόγω νέων μέτρων και τον Δεκέμβριο του 2010 η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) δημοσίευσε τα τελικά μέτρα, τα οποία αναφέρονται ως το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ.
[5] Για μια γρήγορη επισκόπηση για την Επιτροπή Βασιλείας και τα Σύμφωνα (ή Κανόνες) της Βασιλείας (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ), βλ. στην επίσημη ιστοσελίδα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements): History of the Basel Committee.
[6] LIBOR (London Inter Bank Offered Rate): Είναι το Επιτόκιο Αναφοράς Διατραπεζικού Δανεισμού του Λονδίνου, με βάση το οποίο ορίζονται τα επιτόκια με τα οποία οι τράπεζες χορηγούν δάνεια η μία στην άλλη. Είναι παγκοσμίως διαδεδομένος δείκτης ως επίπεδο αναφοράς και επηρεάζει άμεσα και έμμεσα, την αποτίμηση πολλών άλλων χρηματοοικονομικών μεγεθών που αφορούν κυβερνητικά ή άλλα ομόλογα, ιδιωτικά και επιχειρηματικά δάνεια, και διάφορους άλλους τίτλους. Το αντίστοιχο στην ευρωζώνη λέγεται euribor (Euro Interbank Offered Rate)
[7] Για την ελληνική νομοθεσία σε σχέση με την κεφαλαιακή επάρκεια βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, Κεφαλαιακή Επάρκεια (Βασιλεία ΙΙ)