Ποσοτική θεωρία και κατοχικός υπερπληθωρισμός (Α’ Μέρος)
Η ποσοτική θεωρία του χρήματος επιχειρεί να διατυπώσει σχέσεις μεταξύ της νομισματικής κυκλοφορίας και του επιπέδου τιμών, προσπαθώντας να προβλέψει πώς η μεταβολή στην πρώτη παράμετρο διαφοροποιεί την δεύτερη. Πρώτο έναυσμα για μια τέτοια συζήτηση αποτέλεσαν οι πρακτικές ανησυχίες των Άγγλων μερκαντιλιστών του 16ου και 17ου αιώνα, οι οποίοι επείγοντο να προσδιορίσουν τις πολιτικές που θα επέτρεπαν στην Αγγλία να αποκτήσει και να διατηρήσει το προβάδισμα στο εμπορικό της πλεόνασμα.
Σταδιακά στην συζήτηση αυτή κυριάρχησαν επίδοξοι μαθηματικοί που, εποφθαλμιώντας το κύρος που είχε αποκτήσει η φυσική με την χρήση των μαθηματικών, προσπάθησαν να μεταφράσουν τις συζητήσεις αυτές σε εξισώσεις, εν πολλοίς αντιγράφοντας την καταστατική εξίσωση των ιδανικών αερίων – η θερμοδυναμική αποτέλεσε ιδιαιτέρως ελκυστικό αντικείμενο μεθοδολογικής λογοκλοπής.
Τελικά, για διάφορους λόγους, αυτοί οι μαθηματικοί β’ διαλογής επικράτησαν – το γιατί επικράτησαν και το γιατί είναι β’ διαλογής είναι μια άλλη συζήτηση. Σήμερα, η «κοινή» λογική που έχει επικρατήσει μας λέει ότι αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος οδηγεί σε αύξηση του επιπέδου τιμών και απώλεια της αξίας του εν λόγω νομίσματος.
Το πολιτικό συνεπακόλουθο είναι ότι τα κράτη δεν πρέπει να εκδίδουν χρήμα κατά το δοκούν και βάσει των αναγκών τους, αφήνοντας την εν λόγω λειτουργία στις τράπεζες, οι οποίες υποτίθεται λειτουργούν πιο υπεύθυνα.
Ως αποτέλεσμα των φτωχών της παραδοχών, η ποσοτική θεωρία έχει πλήθος αποτυχιών στο παθητικό της, οι οποίες είναι αφενός ποσοτικές (οι εξισώσεις δεν επαληθεύονται, ή αλλιώς «τα νούμερα δεν βγαίνουν»), και αφετέρου ερμηνευτικές (αντιστρέφουν την αιτιώδη σχέση αύξησης κυκλοφορίας και απώλειας της αξίας του νομίσματος).
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η αποτυχία του QE (ποσοτική χαλάρωση) να αυξήσει έστω και μισή μονάδα τον πληθωρισμό. Παρακάτω θα περιγράψω μια παλιότερη περίπτωση, εκείνη του ελληνικού υπερπληθωρισμού κατά την διάρκεια της γερμανικής Κατοχής.
Κατ’ αρχάς, να ξεκινήσω αναφέροντας ότι στρατηγική της γερμανικής διοίκησης ήταν η χρήση των ελληνικών φυσικών πόρων (τρόφιμα, ορυκτά, ξυλεία, κλπ) για την τροφοδοσία της στρατιάς της Β. Αφρικής, όπου ο Ρόμμελ έδινε μάχη με τους Συμμάχους για πρόσβαση στα μεσανατολικά πετρέλαια και έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ.
Μεταξύ των τακτικών που χρησιμοποιήθηκαν για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής ήταν η νομισματική λεηλασία. Όπως προκύπτει λοιπόν από εξέταση των στατιστικών δεδομένων της περιόδου,[1] η κατοχική εμπειρία εν γένει και η νομισματική λεηλασία ακόμη περισσότερο, κλόνισαν την αξία της δραχμής και ανάγκασαν τους Γερμανούς να επιταχύνουν την εκτύπωση χαρτονομισμάτων για να καλύψουν αυτήν την απώλεια.
Τον Απρίλιο του 41, την προηγουμένη της γερμανικής εισβολής, παρότι το επίπεδο κυκλοφορίας κινείτο με σαφείς αυξητικές τάσεις λόγω της πολεμικής προσπάθειας, η ισοτιμία της χρυσής λίρας (1.063 δρχ) και ο δείκτης τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ = 116) ήταν αξιοσημείωτα σταθερά και αυξάνονταν λιγότερο από την κυκλοφορία (ο πληθωρισμός ήταν στο 8,41% σε σχέση με τον προηγούμενο Απρίλιο).
Την επαύριο όμως της εισβολής, η χρυσή λίρα καταγράφει ένα απότομο άλμα (4.930 δρχ τον Μάιο), ενώ ο δείκτης τιμών παίρνει μια ισχυρά αυξητική τάση για να φτάσει το 1.009 τον Νοέμβριο (πληθωρισμός 755% σε σχέση με τον προηγούμενο Νοέμβριο). Η κυκλοφορία την ίδια στιγμή είχε μόνον διπλασιασθεί.
Είναι σαφές ότι σε καμία περίπτωση η αύξηση της κυκλοφορίας δεν εξηγεί αυτές τις παρατηρήσεις. Δεν απομένει λοιπόν άλλο αίτιο από την γερμανική εισβολή. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες, με την προοπτική μιας ξένης κατοχής αρχίζουν να αποθησαυρίζουν αγαθά.
Τρόφιμα αποσύρονται από την αγορά υπό τον φόβο ελλείψεων, και χρυσός ο οποίος θεωρείται σταθερή αξία, αρχίζει να απαιτείται σε πληρωμές. Με την αγορά να στεγνώνει από εμπορεύματα και με τον χρυσό να παρεισφρέει στις συναλλαγές, η ζήτηση για την δραχμή καταρρέει και η αξία της κατακρημνίζεται. Η «φυγή προ της δραχμής» ξεκινά.
Η κατοχική εμπειρία αυτή καθαυτή χειροτερεύει τα πράγματα. Τα ελληνικά εμπορεύματα ουσιαστικά επιτάσσονται με την τεχνική του κλήρινγκ μέσω της γερμανικής Degriges και της ιταλικής Sagic και οι ελληνικές «εξαγωγές» – αν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τέτοιες – δεν συνεισφέρουν καθόλου στο εμπορικό ισοζύγιο. Τα εμπορικά ελλείμματα δίνουν την χαριστική βολή στην δραχμή, η οποία δεν βρίσκει πλέον ζήτηση ούτε στις χρηματαγορές για την αγορά ελληνικών εξαγωγικών προϊόντων.
Η συνέχεια στο δεύτερο και τελευταίο μέρος.
Γράφει ο Αθανάσιος Μπούνταλης
Σχετικά:
[1 ] Τα στατιστικά δεδομένα προέρχονται από εκθέσεις του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου, της Joint Relief Committee (Delivanis and Cleveland 1949), από Εκθέσεις των Διοικητών της ΤτΕ και Εκθέσεις της ΕΣΥΕ. Η στατιστική επεξεργασία έγινε από τον συγγραφέα (Μπούνταλης 2016).
Βιβλιογραφία
- Μπούνταλης, Αθανασιος. 2016. «Το Χρήμα στην Ελλάδα, 1821-2001. Η ιστορία ενός θεσμού», Αθήνα: MIG Publishing.
- Delivanis, Demetrios, and Willian C. Cleveland. 1949. «Greek Monetary Developments 1939-1948». Bloomington Indiana: Indiana Univeristy Publications.
- Χρηστίδης, Χριστόφορος. 1971. «Χρόνια Κατοχής, 1941-1944: Μαρτυρίες Ημερολογίου». Αθήνα: Αυτοέκδοση.
Ποσοτική θεωρία χρήματος και κατοχικός υπερπληθωρισμός 1941-1944 (Β΄ μέρος) (δημοσίευση 18 Απριλίου 2016)