Καναδάς και Νέα Ζηλανδία : Κρατική δημιουργία χρήματος για την πραγματική οικονομία

CANADA - NEW ZELAND - MONEY CREATION

O Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία έχουν κάνει χρήση μορφών ποσοτικής χαλάρωσης για τους πολίτες (QE for people)

Κατά τη διάρκεια της Ιστορίας οι κυβερνήσεις έχουν κάνει χρήση της ικανότητάς τους να δημιουργούν χρήματα για να χρηματοδοτήσουν τις δημόσιες δαπάνες. Ενώ καμία από αυτές τις πολιτικές δεν φέρει τον τίτλο «Ποσοτική χαλάρωση για τους πολίτες» (People’s QE) , «Κυρίαρχη Δημιουργία χρήματος» (Sovereign Money creation) ή «χρήματα από το Ελικόπτερο» (Helicopter Money), μοιράζονταν το κοινό χαρακτηριστικό της χρήσης νέων κρατικών χρημάτων για τη χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών , αντί να μεταθέσουν την δημιουργία νέου χρήματος στις  εμπορικές τράπεζες μέσω του δανεισμού .

Οι περιπτώσεις όπου η απόφαση της δημιουργίας χρήματος από το κράτος έχει οδηγήσει σε υψηλό πληθωρισμό ή ακόμα και υπερπληθωρισμό (πληθωρισμός άνω του 50% ετησίως) έχουν καταγραφεί επαρκώς [1]. Ωστόσο, οι περιπτώσεις εκείνες που οι κυβερνήσεις έχουν δημιουργήσει χρήματα με προσεκτικό και υπεύθυνο τρόπο, με στόχο την οικονομική ανάπτυξη, συνήθως αγνοούνται ή παραβλέπονται. To “Positive Money” αποβλέπει στην καταγραφή των πραγματικών γεγονότων  καθώς και στο να φέρει στο φως πολλές μελέτες για περιπτώσεις όπου η δημιουργία χρήματος από το κράτος τόνωσε με επιτυχία την οικονομία χωρίς να οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή.

Στις προηγούμενες αναρτήσεις μας επί του θέματος, φαίνεται ότι η  θεωρία και η ανάλυση έχουν παραβλεφθεί, δημιουργώντας μια ευρέως διαδεδομένη παρανόηση. Δείξαμε επίσης ότι  παραπλανητικά συμπεράσματα έχουν εξαχθεί σχετικά με τη δημιουργία χρήματος από το κράτος στην περίπτωση της  Ζιμπάμπουε και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Στην παρούσα ανάρτηση, εξετάζουμε την περίπτωση δημιουργίας κρατικού χρήματος στον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία, όπως παρέχονται από το New Economics Foundation (NEF).

Καναδάς (1944-1975)

Σύμφωνα με το NEF (2013), οι κυβερνήσεις στον Καναδά έκαναν χρήση μορφών «στρατηγικής ποσοτικής χαλάρωσης» (Strategic Quantitative Easing) από το 1944 έως το 1975, σύμφωνα με τις οποίες η κεντρική τράπεζα του Καναδά θα δημιουργούσε  νέο χρήμα και θα το διοχέτευε στην Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης (Industrial Development Bank –IDB). Η IDB στην συνέχεια θα χρησιμοποιούσε αυτό το χρήμα προς δανεισμό των πιο παραγωγικών τομέων της οικονομίας-κοινώς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (MME).

Για να βοηθήσει στην ενδυνάμωση των ΜΜΕ, η IDB συστάθηκε το 1944, σαν κύριο παράρτημα της Κεντρικής Τράπεζας του Καναδά. Ο σκοπός της Τράπεζας ήταν:

«να προάγει την οικονομική ευημερία του Καναδά, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της νομισματικής δράσης, μέσω της εξασφάλισης διαθέσιμων πιστώσεων προς τις βιομηχανικές επιχειρήσεις. Λογικά [η επιλογή] αυτή μπορεί να αποδειχθεί επιτυχής εάν διατηρηθεί ένα υψηλό επίπεδο εθνικού εισοδήματος και απασχόλησης, συμπληρώνοντας τη δράση άλλων δανειστών και παρέχοντας κεφαλαιακή υποστήριξη στη βιομηχανία, με ιδιαίτερη έμφαση στα προβλήματα χρηματοδότησης των μικρότερων επιχειρήσεων.»

Το NEF (2013) ορθώς επισημαίνει ότι, όπως συμβαίνει σήμερα στην περίπτωση των τραπεζών στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο τομέας των ιδιωτικών τραπεζών στον Καναδά δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την παροχή των διευκολύνσεων δανεισμού που οι Καναδικές επιχειρήσεις χρειάζονταν. Ως αποτέλεσμα η οικονομία υπέφερε.Η IDB, χρησιμοποιώντας τα χρήματα που παρήγαγε η Καναδική Κεντρική Τράπεζα, ιδρύθηκε για να «καλύψει αυτό το χρηματοδοτικό κενό απαιτώντας από κάθε επιχείρηση που αιτούνταν δανεισμού να αποδείξει πρώτα ότι δεν μπορούσε να αντλήσει -με λογικό κόστος- τα δάνεια αυτά από τις εμπορικές τράπεζες ».

Ενώ επικρατούσε μεγάλος σκεπτικισμός γύρω από την ίδρυση της IDB- η οποία μπορούσε να δανείσει χρήματα μόνο σε μη επικερδείς ή αποτυχημένες επιχειρήσεις- η IDB ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη στην παροχή χρηματοδότησης των ΜΜΕ και βοήθησε στην ανάπτυξη της οικονομίας του Καναδά. Σύμφωνα με το NEF (2013), στα 31 χρόνια παρουσίας της, η IDB παρείχε περισσότερα από 65.000 δάνεια σε περίπου 48.000 διαφορετικές επιχειρήσεις. Ο μέσος όρος του μεγέθους των δανείων ήταν 47.000 καναδικά δολάρια,  ενώ σχεδόν το 50% των δανείων ήταν μεγέθους μικρότερου των 25.000 καναδικών δολαρίων. Συνολικά τα δάνεια (που χορηγήθηκαν) αθροίζονταν σε περισσότερο από τα 3 δις καναδικών δολαρίων. Περισσότερα από τα 9 στα 10 δάνεια εξοφλήθηκαν. Εκτιμάται ότι (η πολιτική αυτή) είχε σαν επακόλουθο να βρουν εργασία περισσότεροι από 900.000 άνθρωποι.

Το NEF (2013) παραθέτει την δήλωση του Ritchie Clark, πρώην υπαλλήλου της IDB:

«Η Τράπεζα βοήθησε κάθε είδους επιχείρηση και ό,τι πρόγραμμα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, από τη δημιουργία μιας μονάδας παραγωγής σωληνώσεων ή διυλιστηρίων μέχρι να βοηθήσει ένα νέο δικηγόρο να αποκτήσει τη δική του βιβλιοθήκη. Ήταν ενεργή σε κάθε μέρος του Καναδά και σε κάποιες απομακρυσμένες περιοχές -όπως η περιοχή Yukon-, αποτέλεσε κεντρικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης. Η IDB ήταν πιθανόν η πιο σημαντική πηγή οικονομικής υποστήριξης για τις εμπορικές αεροπορικές υπηρεσίες πέρα από τις κύριες δραστηριότητες, όπως τα πανδοχεία και άλλες τουριστικές υπηρεσίες και πολλούς τομείς της βιομηχανίας, όπως  μικρομεσαίες επιχειρήσεις ξυλείας και καλτσοποιίας.

Το πιο σημαντικό ήταν ότι η IDB χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από χρήματα που είχε δημιουργήσει η κεντρική τράπεζα. Καταρχήν η IDB κεφαλαιοποιήθηκε από την αγορά  μετοχών αξίας $25 εκατομμυρίων (από πλευράς Κεντρικής Τράπεζας). Το NEF (2013) επίσης σημειώνει ότι η Τράπεζα του Καναδά αγόρασε όλα τα ομόλογα που εκδόθηκαν από την IDB στα 31 χρόνια παρουσίας της.

ΝΕΑ ΖΗΛΑΝΔΙΑ (1935-1939)

Το NEF (2013) επισημαίνει και την περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας την περίοδο που ήταν Βρετανική αποικία. Η Βρετανία επέτρεψε στη Νέα Ζηλανδία να έχει την δική της κεντρική τράπεζα- την Reserve Bank of New Zealand (RBNZ). Σαν βρετανική αποικία, η Νέα Ζηλανδία ήταν ιδιαίτερα εξαρτημένη από τις εισαγωγές και εξαγωγές από και προς την Βρετανία και την Αυστραλία. Συνεπακόλουθα, η λίρα της Νέας Ζηλανδίας ήταν συνδεδεμένη με τη στερλίνα, καθώς επίσης ήταν εκτεθειμένη στην μεταβλητότητα στις τιμές των βασικών προϊόντων.

Το 1935, ο νέος Υπουργός Εργασίας και Οικονομικών, ο Walter Nash, ήθελε να χρησιμοποιήσει την RBNZ προκειμένου να συμβάλλει στην τόνωση της συνολικής ζήτησης, την αύξηση του επιπέδου απασχόλησης και τελικά την ενεργοποίηση εκ νέου της οικονομίας. Σύμφωνα με το NEF (2013), ο πρωταρχικός στόχος της RBNZ ήταν να αναλάβει την «δημιουργία πίστωσης προς την πραγματική οικονομία».

Η κεντρική τράπεζα χρησιμοποιούσε τις δυνατότητες που είχε να δημιουργήσει χρήμα με δύο διαφορετικούς τρόπους. Πρώτα εγγυούνταν τις τιμές των αγροτικών προϊόντων,   όπου «το έλλειμμα που δημιουργούνταν μεταξύ της αγοραίας και της εγγυημένης τιμής καλύπτονταν από τις προκαταβολές της RBNZ». Δεύτερον, ο Nash ανέθεσε στην RBNZ να διαθέσει δάνεια ύψους £ 5 εκατομμυρίων για την κατασκευή εργατικών κατοικιών- με στόχο την παροχή κατοικιών με χαμηλό κόστος στα φτωχότερα νοικοκυριά.

To  NEF (2013) επιπλέον τονίζει ότι η RBNZ δημιούργησε πιστώσεις για να ενισχύσει την χρηματοδότηση πολλών άλλων δημόσιων έργων. Από το 1936 εώς το 1939, η RBNZ δημιούργησε περίπου 30 εκατομμύρια λίρες Νέας Ζηλανδίας (που αντιστοιχούσε σε  5-7% του ΑΕΠ της). Σύμφωνα με το NEF (2012) μέσα στη διάρκεια των 4 αυτών χρόνων, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 30%.

[1]  Βλ. ενδεικτικά World Hyperinflations, Steve H. Hanke and Nicholas Krus, Cato Institute, 2012.

Πηγή:        

Η δημοσίευση είναι μετάφραση από το άρθρο με τίτλο: «Canada and New Zealand performed a form of QE for people» από τον Frank Van Lerven  και δημοσιεύτηκε στο positivemoney.org στις 20 Απριλίου του 2016.

Σχετικά (ενδεικτικά):

  •  
  •  
  •