Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (1821-1832)
Το fekyou.info θέλοντας να αναδείξει την αξία και τη σημασία των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας εγκαινιάζει αρχικά δύο νέες σειρές δημοσιεύσεων που αφορούν ζητήματα νομισματικά και δημοσιονομικά (κυρίως δημόσια δάνεια) της περιόδου 1821-1832.
Η σημασία και η αξία της αρχειοθέτησης είχε γίνει σχετικά νωρίς αντιληπτή σχεδόν από την αρχή του Αγώνα. Συνοπτικά και ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ήδη από το 1829 είχε ιδρυθεί το «Αρχειοφυλακείον της Επικρατείας», με σκοπό τη συγκέντρωση των δημοσίων αρχείων των «Μινιστερίων» και την υποδοχή των αρχείων των «Γραμματειών». Το 1833 διαλύθηκε το «Αρχειοφυλακείον της Επικρατείας» και κάθε «Γραμματεία» παρέλαβε τα αρχεία που έχει καταθέσει. Κατόπιν το 1836 οργανώνονται τα αρχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου όπου εκεί συγκεντρώνονται και φυλάσσονται τα δημόσια αρχεία. Λίγα χρόννια αργότερα το 1846 συγκεντρώνονται στη Βουλή των Ελλήνων τα αρχεία των Εθνοσυνελεύσεων και κατόπιν ακολούθησε το 1855 η ανακοίνωση για την έκδοση των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας.
Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, είναι μία από τις σημαντικότερες αρχειακές συλλογές της Βιβλιοθήκης της Βουλής. Αποτελούνται από τριάντα οκτώ (38) κώδικες και δέκα χιλιάδες (10.000) λυτά έγγραφα. Η περίοδος που αναφέρονται αφορά το διάστημα από την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας έως την επιλογή του πρώτου «βασιλέα της Ελλάδος» Όθωνα (1821-1832).
Η βασικότατη αυτή ιστορική πηγή μελέτης της Ελληνικής Επανάστασης περιλαμβάνει διάφορα έγγραφα που σχετίζονται με:
- τις Εθνοσυνελεύσεις και
- τις τοπικές συνελεύσεις,
- τα συνταγματικά κείμενα του Αγώνα και
- τα τοπικά πολιτεύματα,
- πράξεις του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού Σώματος,
- έγγραφα της καποδιστριακής περιόδου από και προς τον Κυβερνήτη, τη Γερουσία και το Πανελλήνιο,
- αλληλογραφία υπουργείων και γραμματειών, καθώς και
- έγγραφα ιδιωτών προς τη Διοίκηση.
Αν και δεν είναι πλήρη δεν παύουν να αποτελούν σημείο αναφοράς, αφού στο σώμα των τεκμηρίων των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας αποτυπώνεται όπως αναφέρει η Βουλή: «τόσο η ίδρυση και η λειτουργία των βασικότερων οργάνων εκπροσώπησης του Έθνους και της Διοίκησης, κατά τη διαδικασία συγκρότησης ανεξάρτητης εθνικής κρατικής οντότητας, όσο και ο αγώνας και τα προσωπικά αιτήματα των αφανών, στο μεταίχμιο της μεταμόρφωσής τους από υπόδουλους σε ελεύθερους πολίτες».
Μετά από την πυρκαγιά που έπληξε το 1854 το κτήριο του Κοινοβουλίου και της Γερουσίας, η Βουλή κατανόησε την ανάγκη και τη σημασία έκδοσης των «κατά την ελληνικήν παλιγγενεσίαν εγγράφων», προκειμένου να δημοσιοποιήσει στο ευρύ κοινό αλλά και να διαφυλάξει, από τις φθορές του χρόνου και τις καταστροφές, το περιεχόμενό τους. Επιτροπή με πρόεδρο τον γερουσιαστή Ρήγα Παλαμήδη, ανέλαβε να συγκεντρώσει τα αρχεία της Επανάστασης που φυλάσσονταν στη Βουλή. Ταυτόχρονα, όμως, επεδίωξε και να τα εμπλουτίσει, απευθύνοντας πρόσκληση σε δημόσιες αρχές και ιδιώτες για την κατάθεση σχετικών εγγράφων που είχαν στη διάθεσή τους.
Η τύπωση της Συλλογής υπαγορεύτηκε από την ιδέα της συντηρήσεως και διαδόσεως των εγγράφων που τελικά περιλήφθηκαν στα έγγραφα της συλλογής. Προηγήθησαν δε αυτής οι εξής πράξεις:
1) Η συνεδρίαση ΙΔ’ της Βουλής στις 7 Δεκεμβρίου 1855, στην οποία από τα σωζόμενα πρακτικά της διαφαίνεται η αγωνία να διασωθούν τα κείμενα των πράξεων των παλαιότερων Βουλών και διάφορα άλλα έγγραφα που λόγω της ιστορικής τους σημασίας κρίθηκαν ως σπουδαία και έπρεπε να διασωθούν. Προτάθηκε τότε να προστεθεί στον προϋπολογισμό κονδύλι για την τύπωση των εγγράφων και να ανατεθεί το έργο αυτό σε Επιτροπή, η οποία θα εκλέγονταν και θα επιτηρούνταν από το Προεδρείο. Κατόπιν ο πρόεδρος (Αλέξανδρος Κουμουνδούρος) προσκάλεσε τον κ. Φιλαδελφέα, διευθυντή τυπογραφίας και του πρότεινε να αναδεχθεί την πρόταση για την τύπωση των ιστορικών αυτών εγγράφων. Για την εργασία αυτή ζήτησε τότε 1.200 δραχμές. Η Βουλή αποδέχθηκε να προστεθεί στον προϋπολογισμό το ποσό αυτό και να σχηματισθεί από τον Πρόεδρο μία επιτροπή, για να φροντίσει για την εκκαθάριση των εγγράφων και την όλη διεξαγωγή του έργου.
2) Στις 9 Δεκεμβρίου 1855 το Προεδρείο της Βουλής (με το υπ’ αριθμό έγγραφο 60) απευθυνόμενο προς τους τότε Βουλευτές Σ. Βλάχο, Λ. Βιλαέτη, Σ. Πήλληκα, Θ. Λ. Ζαίμη, Γ. Ναύτη, Ν. Νάζο και Δ. Ζώτο αφού ανέφερε ότι πλέον τα αρχεία της Εθνικής Επαναστάσεως παρακατατέθηκαν στην Βουλή και πλέον ευρίσκονται, στο Αναγνωστήριο της Βουλής, τόνισε ότι τα έγγραφα αυτά, πολύτιμα κειμήλια της ιστορίας της ενδόξου παλιγγενεσίας, είναι ανάγκη να εξασφαλισθούν από κάθε τυχαίο περιστατικό πυρκαγιάς, από την οποία ευτυχώς διεσώθησαν εσχάτως. Η Βουλή προνόησε το ποσό των 1.200 δραχμών να εγγραφεί στον προϋπολογισμό για την εκτύπωση τους και περίμενε πλέον τα αποτελέσματα των εργασιών. Όμοιο έγγραφο στάλθηκε και προς τους Γερουσιαστές Ρήγα Παλαμίδη και Ίω. Κολοκοτρώνη, με την ίδια χρονολογία. Αργότερα οι βουλευτές που δεν επανεκλέχθηκαν (Σ. Πήλληκας, Ν. Νάζος και Δ. Ζώτος) με το από 23 Μαρτίου 1857 έγγραφο του Προεδρείου της Βουλής αντικατεστάθησαν από τους Δ. Καλλισρονά και Άνδρέου X. Λόντο.
3) Στις 27 Ιανουαρίου 1856 στο κατάστημα της Βιβλιοθήκης της Βουλής έγινε η έναρξη των εργασιών, που ανατέθηκε με το προαναφερόμενο έγγραφο (αριθμ. 60) της 9ης Δεκεμβρίου 1855 του Προέδρου της Βουλής. Αρχικά έγινε η εκλογή προέδρου της Επιτροπής με καθήκον και αρμοδιότητα να συγκαλέσει την Επιτροπή και την διεύθυνση των εργασιών της. Τελικώς εκλέχθηκε για να αναλάβει το έργο αυτό ο Ρ. Παλαμίδης. Η Επιτροπή αποτελούμενη από τους Ρήγα Παλαμίδη, Σ. Πήλληκα, Θ. Α. Ζαΐμη, Γ. Α. Ναύτη και Δημήτριο Ζώτο μεταξύ άλλων αποφάσισε να παραλειφθεί κάθε έγγραφο που περιείχε απλώς προσωπικές προσβολές.
4) Στις 4 Ιουνίου 1856 η Επιτροπή (Ρήγας Παλαμίδης, Σ. Βλάχος, Θ. Λ. Ζαίμης, Γ. Λ. Ναύτης, Σ. Πήλληκας) υπέβαλλε την υπογεγραμμένη από τα μέλη της έκθεση επί της συλλογής των αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας στη Βουλή. Το έργο όπως αναγνώρισε και η τότε επιτροπή δεν είχε περατωθεί, αλλά υπέβαλε τα μέχρι τότε αποτελέσματα της επιλογής και την συλλογής των διάσπαρτων αρχείων. Λόγω του μεγάλου αριθμού των μελών της και των άλλων εργασιών που είχαν τα μέλη της άρχισε της εργασίες της στα τέλη Ιανουαρίου (1856). Το πρώτο έργο της ήταν να ορισθεί η τάξη και ο τρόπος εργασιών της. Η βασικές αρχές ήταν:
- α) Να αρχίσει η εξέταση των εθνικών αρχείων κατά χρονολογική τάξη και με την σειρά αυτή να αρχίσει και η τύπωση τους.
- β) Επειδή η υπάρχουσα τότε συλλογή που υπήρχε στη βιβλιοθήκη της Βουλής κρίθηκε ατελής, κρίθηκε εύλογο να προσκληθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι Μονές και άλλες Δημόσιες αρχές, να αποστείλουν όσα έγραφα είχαν, και να τα θέσουν στη διάθεση της Επιτροπής τα υπάρχοντα αρχεία τους.
Ταυτόχρονα όπως αναφέρει η έκθεση στάλθηκε ειδοποίηση προς όλους τους πολίτες, οι οποίοι προσκλήθηκαν να καταθέσουν όσα είχαν δημόσια έγγραφα. Μετά την ενέργεια αυτήν η Επιτροπή άρχισε το έργο της. Συμφώνως δε με την απόφαση της να αρχίσει χρονολογικά την εξέταση, επελήφθη της εξετάσεως των αρχείων των περιλαμβανόντων την πρώτη βουλευτική Περίοδο.
Τα ευρισκόμενα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής εθνικά αρχεία της εποχής ταύτης περιλαμβάνουν τα έξης:
- 1) Τα πρακτικά του Βουλευτικού.
- 2) Τα προβουλεύματα του Βουλευτικού προς το Εκτελεστικό.
- 3) Τα προβουλεύματα του Εκτελεστικού προς το Βουλευτικό.
- 4) Τον Κώδικα των νόμων.
- 5) Επιστολές του Βουλευτικού προς διαφόρους.
- 6) Αναφοράς προς το Βουλευτικό.
- 7) Διάφορα σύμμικτα έγγραφα.
Τα υπ’ αριθμό 1 έως 6 έγγραφα εξετάσθηκαν κατά την γνησιότητα τους και βρέθηκαν ότι περιέχουν πράγματι επίσημα στοιχεία. Επί των εγγράφων αυτών (1-6) καμία εκλογή και επιλογή δεν έλαβε χώρα, διότι όλα κρίθηκαν έγγραφα επίσημα που πήγαζαν από τα δύο κυρίαρχα της εποχής Σώματα. Η Επιτροπή απασχολήθηκε πολύ χρόνο με την ακριβή εξέταση των αναφορών και τελικά επιλέχτηκαν να τυπωθούν οι αναφορές που είτε περιείχαν ιστορικό ή άλλο ουσιώδες στοιχείο χρήσιμο στην εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων είτε διότι περιείχαν έκθεση ατομικών εκδουλεύσεων, πολλές φορές συνοδευόμενα από την ιστορία των γενικών γεγονότων στενά συνδεομένων. Επίσης Η Επιτροπή έκρινε επίσης αναγκαίο να τυπωθούν και έγγραφα που αν και δεν προέρχονται από επίσημη αρχή ούτε περιέχουν ιστορικά γεγονότα, χρησιμεύουν στο να χαρακτηρίσουν την ευτυχή εποχή του Αγώνα και τις επικρατούσες ιδέες.
Μετά την εξέταση και εκλογή των αναφορών η Επιτροπή επελήφθη της εξετάσεως των μνημονευομένων σύμμικτων έγγραφων (αριθμός 7), εκ των οποίων συνέλεξε τα σπουδαιότερα. Αφού περάτωσε την επεξεργασία των κατατεθειμένων έγγραφων που βρίσκονταν στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, επελήφθη της εξετάσεως των σταλμένων σε αυτή από τα αρχεία του Ελεγκτικού συνεδρίου, τα οποία όπως αναφέρει η έκθεση ήταν ογκωδέστατοι φάκελοι που περιείχαν πλήθος εγγράφων καθιστώντας το έργο της Επιτροπής δυσχερέστατο. Από την εξέταση των φακέλων αυτών βρέθηκαν και διάφορα έγγραφα της Εκτελεστικής εξουσίας κατά την γενικότερη αυτής σημασία, δυνάμενα να χρησιμεύσουν στην πολιτική Ιστορία της εποχής. Και αυτά κρίθηκαν άξια να τυπωθούν. Βρέθηκαν επίσης και διάφορες πράξεις του Αρείου Πάγου, της Γερουσίας Δυτικής Ελλάδος και της Πελοποννησιακής, και διάφορα άλλα έγγραφα.
Διάφοροι πολίτες απέστειλαν προς την Επιτροπή διάφορα ουσιώδη έγγραφα. Ευρεθέντα άξια τυπώσεως κρίθηκαν περίπου 25 έγγραφα μεταξύ των οποίων και το έγγραφο που αφορούσε τη Συνέλευση της Γερουσίας των Καλτεζών στις 26 Μαΐου 1821. Το πρωτότυπο αυτό κείμενο κατέθεσε στο πρωτότυπο ο Ιωάννης Φιλήμων της Γερουσίας των Καλτεζών. Δυστυχώς ουδεμία άλλη πράξη βρέθηκε στα αρχεία. Αν και μόνο το κατατεθέν από τον Ι. Φιλήμονα έγγραφο, ή Επιτροπή έκρινε αναγκαίο να τυπωθεί ως μεγάλης αξίας ιστορικό μνημείο.
Μετά το δυσχερές έργον της εξετάσεως και της εκλογής των διαφόρων αρχείων (των ανωτέρω μνημονευθέντων), η Επιτροπή προέβη στην κατάταξη των ευρεθέντων άξιων τυπώσεως. Η Επιτροπή τήρησε την αρχή της χρονολογικής τάξης τυπώσεως αυτών, έκρινε όμως αναγκαία μια εξαίρεση όσον αφορά την τύπωση ορισμένων επίσημων εγγράφων. Συγκεκριμένα θεώρησε ότι είναι μεθοδικότερο η κατάταξη και επομένως η κατά συνέχεια τύπωση των εγγράφων, που πηγάζουν από την ίδια Αρχή.
Τελευταίο έργο της Επιτροπής ήταν η σκέψη περί του τίτλου, τον όποιον ή προκειμένη συλλογή πρόκειται να ελάμβανε. Μετά από πολλές συζητήσεις συζήτησιν επιλέχθηκε από την Επιτροπή ο έξης τίτλος «Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας» .
5) Στις 27 Ιουνίου 1856 η Επιτροπή αναφέρει ότι η Βουλή των αντιπροσώπων κατά την συνεδρίαση της 7 Δεκεμβρίου 1855 αποφάσισε να τυπωθούν τα κατατεθειμένα έγγραφα που βρίσκονταν στην Βιβλιοθήκη της Βουλής:
- των διαφόρων εθνικών Συνελεύσεων,
- των Βουλών,
- των Εκτελεστικών και
- όλων των κατά την Επανάσταση διατελεσασών εθνικών αρχών μέχρι της εγκαθιδρύσεως της Βασιλείας.
Επειδή δε η Επιτροπή παρατήρησε ότι στην Βιβλιοθήκη της Βουλής δεν υπήρχαν τα πρακτικά των τοπικών Κυβερνήσεων και πιο συγκεκριμένα:
- της εν Καλτεζές Γερουσίας,
- του Αρείου Πάγου της ανατολικής Ελλάδος,
- της Γερουσίας της δυτικής Ελλάδος,
- των Διοικήσεων των ναυτικών νήσων και
- διάφορα άλλα έγγραφα της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Και επειδή η τύπωση αυτών πρέπει να αποτελέσει αναγκαίο μέρος της συλλογής αυτής, η Επιτροπή θεώρησε καθήκον της να παρακαλέσει όλους τούς πολίτες, τούς έχοντας τέτοια έγγραφα που αφορούν νομοθετικές ή άλλες επίσημες πράξεις του Αγώνα, να αποστείλουν αυτά στον Πρόεδρο της Βουλής το ταχύτερου, για να πραγματοποιηθεί και η τύπωση αυτών, ώστε να διατηρηθούν τα έγγραφα αυτά στις επερχόμενες γενεές λαμβάνοντας δημοσιότητα ως μνημεία της εθνικής ιστορίας.
Παρατηρεί δε η Επιτροπή, ότι οι αποστέλλοντες τέτοια έγγραφα, αν επιθυμούν να τους επιστραφούν, θα τα λάβουν μετά την τύπωση τους έχοντας σημειωμένο το όνομα του αποστέλλοντος στο τυπωμένου έγγραφου.
6) Σύμφωνα με το απόσπασμα των Πρακτικών της Βουλής κατά την ΝΘ’ Συνεδρίαση της στις 3 Ιουνίου 1857, αποφασίστηκε να διανεμηθούν σε κάθε Σώμα, σε κάθε δήμο του κράτους, στα γυμνάσια και τα σχολεία καθώς και στις προξενικές αρχές τα 500 αντίτυπα για τα οποία θα προσέφερε η Βουλή 5.000 δραχμές για τη συνολική δαπάνη. Ένας εκ των παρευρισκομένων παρατήρησε ότι μόνο οι δήμοι του Κράτους υπερβαίνουν τους 270, προστιθεμένων σε αυτούς και των Γυμνασίων, σχολείων και προξενικών άρχων, έκαστος βλέπει ότι δεν επαρκούν 500 αντίτυπα για να διανεμηθούν και στα δύο νομοθετικά σώματα.
Προτάθηκε λοιπόν να συνεννοηθεί το Προεδρείο με την Επιτροπή, και να συντάξει κατάλογο των διανεμητών βιβλίων, λαμβανομένων υπόψη και των νομοθετικών Σωμάτων, ώστε να ληφθούν όσο το δυνατόν περισσότερα αντίτυπα. Αναφέρθηκε επίσης ο προβληματισμός για το ότι η Βουλή ως κύριο έργο είχε την τύπωση και όχι τη διανομή, για το λόγο αυτό πρέπει να αρκεσθούν στα 500 αντίτυπα. Τελικά η Βουλή με ψηφοφορία στις 4 Ιουνίου 1857 δια ανατάσεως του χειρός αποφάσισε να συνεννοηθεί με τον εργολάβο και να αυξήσει σε 6.000 δραχμές το προβλεπόμενο σχετικό κονδύλι για τη συνολική δαπάνη .
7) Σύμφωνα με το απόσπασμα των Πρακτικών της Βουλής κατά την ΞΑ’ Συνεδρίαση της στις 6 Ιουνίου 1857 μετά από ερώτημα η Βουλή διασαφήνισε ότι η Επιτροπή μπορούσε όχι μόνον να συνάψει συμφωνία με τον εργολάβο, αλλά και να πράξει παν ότι νομίσει αναγκαίο προς την αποπεράτωση του έργου.
8) Στις 12 Ιουλίου 1857 η επί της εκτυπώσεως των αρχαίων εγγράφων της παλιγγενεσίας Επιτροπή, αποφάσισε το μέγεθος των σελίδων και των κειμένων και να παραχωρήσει την εκτύπωση στον τυπογράφο Δ. Α. Μαυρομμάτη, ο οποίος υποχρεώθηκε να παραδώσει στην Επιτροπή 1.000 αντίτυπα προχείρως δεμένα με εξώφυλλο και 100 επιπλέον αντίτυπα σε προκαθορισμένο είδος χαρτιού. Κατόπιν αυτών προσκλήθηκε ο Έφορος της Βουλής Ί. Ν. Ταμπακόπουλος να συνάψει το συμβόλαιο, τους όρους και το σχέδιο συμβολαίου.
9) Στις 5 Ιανουαρίου 1858 η επί των αρχείων της ελληνικής παλιγγενεσίας Επιτροπή λόγω του επείγοντος χαρακτήρα του έργου αποφάσισε να συνομολογηθεί το μεταξύ αυτής και του τυπογράφου Δ. Μαυρομμάτη συμβόλαιο. Εξαιτίας της απουσία; του Εφόρου της Βουλής Ίω. Ταμπακοπούλου αποφασίστηκε να ανατεθεί στον Γ. Παράσχον, Συντάκτη της Βουλής και Γραμματέα της Επιτροπής, η μετά του τυπογράφου συνομολόγηση του συμβολαίου, σύμφωνα με τους όρους του σχεδίου της Επιτροπής που είχε υπογραφεί στις 12 Ιουλίου 1857.
Με τη σημαντική συμβολή και του βιβλιοφύλακα Γεωργίου Τερτσέτη, η δραστηριοποίηση αυτή κατέληξε στη μεταγραφή και την έκδοση δύο τόμων αρχειακού υλικού το 1857 και το 1862 αντίστοιχα, οι οποίοι εγκαινίασαν τη σειρά των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Το εκδοτικό αυτό εγχείρημα συνεχίστηκε, μετά από μακριά διακοπή, έναν αιώνα περίπου αργότερα. Το 1971 και το 1972 επανεκδόθηκαν οι δύο πρώτοι τόμοι και μέχρι το 1981, μεταγραμμένο αρχειακό υλικό κυκλοφόρησε σε δώδεκα νέους τόμους. Από το 1994 έως το 2012, εκδόθηκαν άλλοι έντεκα τόμοι, ώστε η σειρά να αριθμεί, μέχρι σήμερα, είκοσι πέντε τόμους. Παράλληλα το 2002 κυκλοφόρησε ένα Ανθολόγιο σημαντικών εγγράφων που είχαν περιληφθεί στους είκοσι πρώτους τόμους. Συνολικά έχουν εκδοθεί 7.500 περίπου λυτά έγγραφα και δεκαεπτά κώδικες.
Σχετικά άρθρα:
- Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας – Νομισματικά (1)
- Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας – Νομισματικά (2)
- Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας – Νομισματικά (3)
- Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας – Νομισματικά (4)
- Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας – Νομισματικά (5)
Σταύρος Β. Τσίπρας – Δικηγόρος