ΟΗΕ : Το τραπεζικό δάνειο είναι δικαίωμα

45) N.1342-983 αρ.13β (δικαιωμα στο δάνειο)

Η αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών μπορεί τα τελευταία χρόνια να αποτελούν αναφαίρετο, αναπόσπαστο και αδιαίρετο τμήμα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά δεν ήταν πάντα αυτονόητη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και μέχρι σήμερα γίνεται προσπάθεια για να θεσμοθετηθεί αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών. Ήδη πριν την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) υπάρχουν πράξεις προγενέστερες που περιέχουν διατάξεις σχετικά με την προστασία των γυναικών όπως : Η «Διεθνής Συμφωνία για την Καταστολή της Εμπορίας Λευκής Σάρκας» (1904), η «Διεθνής Σύμβαση για την Καταστολή της Διακίνησης Λευκής Σάρκας» (1910), η «Διεθνής Σύμβαση για την Καταστολή της Σωματεμπορίας Γυναικών και Παιδιών» (1921), οι οποίες κυρώθηκαν με το νομοθετικό διάταγμα του 1922 [1]. Επίσης σημαντική είναι και η «Διεθνή Σύμβαση περί Καταστολής της Σωματεμπορίας Ενήλικων Γυναικών» (1933) [2]. 

Στις 12 Φεβρουαρίου 1946 κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, το ζήτημα των δικαιωμάτων των γυναικών ήταν στην ημερήσια διάταξη. Λίγες μέρες αργότερα ιδρύεται από το «Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο» (Economic and Social Council) του ΟΗΕ, η «Υποεπιτροπή για το Καθεστώς των Γυναικών» ως επικουρικό όργανο στην «Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου». Κατόπιν ενστάσεων λίγους μήνες αργότερα αντικαταστάθηκε από την «Επιτροπή για το Καθεστώς των Γυναικών». (Commission on the Status of Women). Η τελευταία συντέλεσε στη διαμόρφωση της «Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» το 1948.

Η πορεία για την αποτελεσματικότερη προστασία τν δικαιωμάτων των γυναικών συνεχίστηκε και με άλλα διεθνή επίσημα κείμενα όπως (ενδεικτικά): Η «Σύμβαση για την Καταστολή και Εξάλειψη της Σωματεμπορίας και της εκμετάλλευσης της πορνείας των άλλων» (1949) [3], η «Σύμβαση για τα Πολιτικά Δικαιώματα της Γυναίκας» (1952) [4], η «Σύμβαση για την εθνικότητα των έγγαμων Γυναικών» (1957), η «Σύμβαση για συναίνεση σε γάμο, ελάχιστη ηλικία για γάμο και εγγραφή γάμων» (1962)

Λίγο αργότερα το 1966 στο πλαίσιο του ΟΗΕ υιοθετήθηκαν δύο θεμελιώδους σπουδαιότητας διεθνή κείμενα. Το «Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα» [5] με δύο προαιρετικά Πρωτόκολλα και το «Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά (Μορφωτικά) Δικαιώματα» [6]. Τα δύο τελευταία αν και δεν αφορούν αποκλειστικά τις γυναίκες κατοχυρώνουν την ισότητα των δύο φύλων. Το 1967 η Επιτροπή για το Καθεστώς των Γυναικών υιοθέτησε τη «Διακήρυξη για τη κατάργηση κάθε μορφής διακρίσεων σε βάρος των γυναικών», ενώ το 1969 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε τη «Διεθνή Σύμβαση περί Καταργήσεως Πάσης Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων» [7].

Αργότερα το 1979 υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και τέθηκε σε ισχύ το 1981 η «Σύμβαση για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών». Είναι το πρώτο νομικό δεσμευτικό κείμενο που καθορίζει τι συνιστά διακρίσεις κατά των γυναικών, θεσπίζει μέτρα υλοποίησης και προβλέπει έναν μηχανισμό εφαρμογής. Η λεγόμενη «Επιτροπή για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών» (CEDAW) έχει αρμοδιότητες σχετικά με την εφαρμογή  της Σύμβασης. Σύμφωνα με τα άρθρα 17 έως 22 της Σύμβασης η Επιτροπή αποτελείται από 23 εμπειρογνώμονες που εκλέγονται από τα κράτη μέρη των υπηκόων τους. Καταρτίζει τον δικό της εσωτερικό κανονισμό και υποβάλλει ετήσιες εκθέσεις μέσου του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου προς το Γενικό Γραμματέα Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις δραστηριότητες της και δύναται να προβαίνει σε υποδείξεις και γενικές εισηγήσεις, βασιζόμενες στην εξέταση των εκθέσεων και των πληροφοριών που λαμβάνει από τα κράτη. Βασικό έργο της Επιτροπής είναι η εξέταση των εκθέσεων που υποβάλλονται από τα Μέρη κάθε τέσσερα χρόνια ή όποτε το ζητήσει η Επιτροπή. Συνήθως οι προτάσεις και οι συστάσεις της Επιτροπής είναι γενικές χωρίς να επικρίνουν, ενώ τα κράτη μέρη δεν δημοσιοποιούν πάντα το περιεχόμενο τους στο εσωτερικό τους.

Η παραπάνω σύμβαση αυτή κυρώθηκε στην Ελλάδα με το νόμο 1342 του 1983 [8]. Το διεθνές αυτό κείμενο συγκεντρώνει και κωδικοποιεί προγενέστερες συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών, συστηματοποιώντας για πρώτη φορά τα ατομικά, πολιτικά, πολιτιστικά και κοινωνικά δικαιώματα της γυναίκας. Το άρθρο 13 της Σύμβασης που αναφέρεται στο δικαίωμα στην οικονομική και κοινωνική ζωή συγκεκριμένα αναφέρει ότι τα Κράτη-Μέλη θα διασφαλίσουν με βάση την αρχή της ισότητας το δικαίωμα στις γυναίκες να συνάπτουν τραπεζικά δάνεια και να εγγράφουν υποθήκες και όσον αφορά τις άλλες μορφές οικονομικής πιστώσεως (περίπτωση β’).

Σίγουρα η ρητή αναφορά στα τραπεζικά δάνεια και η κατοχύρωση τους ειδικώς δίπλα στα σπουδαιότερα δικαιώματα της γυναίκας, ενδεχομένως να είναι κατανοητή για την εποχή που θεσπίστηκε και την περιορισμένη, δυνατότητα πρόσβασης της γυναίκας στην οικονομική ζωή. Δεν παύει όμως να προκαλεί εντύπωση σήμερα το τραπεζικό δάνειο δίπλα σε δικαιώματα όπως η υγεία, η εργασία, η εκπαίδευση, το δικαίωμα της ψήφου, της ισότητας ενώπιον του νόμου.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε την πρόσφατη (2014) μελέτη από την Τράπεζα της Αγγλίας [9] όπου χαρακτηριστικά αναφέρει : «This article explains how the majority of money in the modern economy is created by commercial banks making loans». Επομένως τα τραπεζικά δάνεια δημιουργούν νέο χρήμα (πίστωση). Μάλιστα το μεγαλύτερο ποσοστό της ποσότητας χρήματος που κυκλοφορεί σύμφωνα και με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi) εκδίδεται από ιδιωτικές τράπεζες «the vast majority of money is issued by private banks» [10]. Τη δήλωση αυτή μπορείτε να τη δείτε και σε βίντεο (μεταξύ 4:31:57 – 4:32:05) [11].

 

Σχετικά (ενδεικτικά) :

Έρευνα : Σταύρος Β. Τσίπρας – Δικηγόρος

  •  
  •  
  •